-
1 убежище
убежище с 1) (приют) το άσυλο, η ασυλία; право \убежищеа το δικαίωμα ασυλίας 2) (помещение ) το καταφύγιο* * *с1) ( приют) το άσυλο, η ασυλίαпра́во убе́жища — το δικαίωμα ασυλίας
2) ( помещение) το καταφύγιο -
2 убежище
убежищ||ес1. τό ἄσυλο[ν], ἡ ἀσυλία:давать \убежище δίνω ἄσυλο, παρέχω ἄσυλον право \убежищеа полит τό δικαίωμα ἀσυλίας·2. (сооружение) τό καταφύγιο[ν], τό ἀμ-πρί.
См. также в других словарях:
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Σάμος — I Αρχαίος επιγραμματοποιός (3ος αι. π.Χ.). Ηταν γιος του Χρυσόγονου, του συμβούλου του βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππου E’. Επειδή απόφευγε να κολακεύει το βασιλιά Φίλιππο, ο τελευταίος διέταξε να τον θανατώσουν (204 π.Χ.). Σύμφωνα με μαρτυρίες… … Dictionary of Greek
κοινοβούλιο — Συλλογικό πολιτικό όργανο, αντιπροσωπευτικό της εθνικής κοινότητας, αποτελούμενο από μία ή περισσότερες συνελεύσεις, στο οποίο έχει ανατεθεί η νομοθετική λειτουργία και το οποίο, σε βαθμό ανάλογο με τα ισχύοντα συνταγματικά συστήματα των διαφόρων … Dictionary of Greek